- παρακωλύω
- παρακωλύω, παρακώλυσα βλ. πίν. 5
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
παρακωλύω — παρεμβάλλω κώλυμα στην πραγμάτωση ενός έργου ή σχεδίου, παρεμποδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κωλύω «εμποδίζω»] … Dictionary of Greek
παρακωλύω — παρακώλυσα, παρακωλύθηκα, παρακωλυμένος, βάζω εμπόδια, εμποδίζω: Οι προεκλογικές συγκεντρώσεις σε ανοιχτό χώρο επιτρέπονται μόνον όταν δεν παρακωλύεται η συγκοινωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρακώλυση — η η ενέργεια τού παρακωλύω, η παρεμβολή κωλύματος, εμποδίου στην πραγματοποίηση ενός έργου ή σχεδίου, παρεμπόδιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρακωλύω. Η λ., στον λόγιο τ. παρακώλυσις, μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
απείργω — ἀπείργω (Α) [είργω] 1. απομακρύνω, αποδιώκω, αποκλείω κάποιον 2. μέσ. απέρχομαι, απομακρύνομαι 3. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 4. αποκρούω, αναχαιτίζω, παρακωλύω 5. γίνομαι εμπόδιο, αποφράζω 6. χωρίζω, χρησιμεύω ως όριο, περιβάλλω 7. (για… … Dictionary of Greek
διακωλύω — (AM) παρεμποδίζω, παρακωλύω, συγκρατώ … Dictionary of Greek
διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… … Dictionary of Greek
εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
κατασχολώ — κατασχολῶ, έω (AM) μέσ. κατασχολοῡμαι ενδιαφέρομαι, καταγίνομαι, ασχολούμαι, σπουδάζω επιμελώς γύρω από κάτι («περί τινα τῶν ἐόντων κατασχολέονται», Περικτ. στον Στοβ.) αρχ. 1. απασχολώ με κάτι, στρέφω προς κάτι («περὶ τούτου τὴν διδασκαλίαν… … Dictionary of Greek
κωλυσιεργώ — (Α κωλυσιεργῶ, έω) [κωλυσιεργός] νεοελλ. 1. παρεμβάλλω εμπόδια στην εξέλιξη τών εργασιών συνελεύσεως, βουλής ή άλλου σώματος 2. παρακωλύω τη συντέλεση ενός έργου αρχ. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
κωλύω — (AM κωλύω, Μ και κωλώ) εμποδίζω κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι, δεν επιτρέπω σε κάποιον ή δεν τόν αφήνω να κάνει κάτι ή δεν επιτρέπω να γίνει κάτι (α. «ὅποι φεύγειν οὐδεὶς κωλύει νόμος», Δημοσθ. β. «μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῑν πρός με», ΚΔ γ.… … Dictionary of Greek